Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Τι ζητούν οι θεσμοί για αφορολόγητο και συντάξεις


Την πρώτη μέρα, κάθε νέου γύρου διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, το σύνηθες είναι να γίνεται μια πρώτη επαφή διερευνητικού χαρακτήρα με συμφωνία επί των ανοιχτών θεμάτων και του χρονοδιαγράμματος συζήτησής τους. Το σύνηθες από τις προηγούμενες «πρώτες ημέρες» είναι μια δήλωση από στέλεχος του οικονομικού επιτελείου του τύπου «καθορίσαμε την ατζέντα των θεμάτων…».

Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Η σημερινή πρώτη μέρα των επαφών στο Χίλτον έχει τέσσερα καυτά θέματα στην ατζέντα και προδιαγράφεται μακράς διαρκείας. Αν το στοιχείο αυτό συνδυαστεί με τις πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου θα μείνουν στην Αθήνα για μια βδομάδα και έρχονται με το περίγραμμα του Staff Level Agreement έτοιμο, μπορεί να συνάγει κανείς το συμπέρασμα ότι επιδιώκεται μια γρήγορη συμφωνία.

Μόνο που για να επιτευχθεί, θα πρέπει να συμβιβαστεί γρήγορα η κυβέρνηση με τις απαιτήσεις των δανειστών. Στην αντίθετη περίπτωση, όλα δείχνουν ότι οδηγούμαστε σε μακράς διαρκείας και αμφιβόλου αποτελέσματος διαπραγματεύσεις.




Οι σημερινές συναντήσεις ξεκινούν από τις δέκα το πρωί, με το υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων σε πρώτο πλάνο και τα θέματα ενέργειας στις δώδεκα το μεσημέρι να ακολουθούν. Στις επτά το απόγευμα θα ακολουθήσει μία γενική συζήτηση και το βραδάκι (στις 8.30) είναι η προγραμματισμένη συζήτηση για τα δημοσιονομικά.

Με βάση τις μέχρι τώρα πληροφορίες, οι δανειστές δεν έχουν κάνει πίσω στις δημοσιονομικού χαρακτήρα απαιτήσεις τους. Ζητούν πρόσθετα μέτρα από το 2019 και μετά τα οποία θα φτάνουν το 2% του ΑΕΠ ή περίπου 3,6 δισ. ευρώ.

Κατά τη δική τους συνταγή, οι εξοικονομήσεις θα προέλθουν κατά το ήμισυ ή 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) από τη μείωση του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ (η αρχική θέση των δανειστών) και κατά 1% του ΑΕΠ από τις σταδιακές μειώσεις των συντάξεων σε χρονικό ορίζοντα τριών έως πέντε ετών.

Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να επιδιώκει πακέτο μέτρων χαμηλότερο κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ (0,75% από το αφορολόγητο και 0,75% από τις συντάξεις), υποστηρίζοντας ότι αφενός θα υπάρξουν σημαντικές εξοικονομήσεις από την εφαρμογή του spending review – περικοπές σε όλα τα υπουργεία στη βάση καλύτερης διαχείρισης των δημοσίων δαπανών- και αφετέρου εξαιτίας των σαφώς καλύτερων περυσινών δημοσιονομικών επιδόσεων.

Το παζάρι για το πλεόνασμα
Η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να παρουσιάσει τα τελευταία στοιχεία για την εκτέλεση του περυσινού προϋπολογισμού, τα οποία κατά την άποψη στελεχών του υπουργείου Οικονομικών οδήγησαν σε πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ 2,5% και 3% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος ήταν για πλεόνασμα 0,5%.

Η υπεραπόδοση αυτή, υποστηρίζει το οικονομικό επιτελείο σε συνδυασμό με την μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά επιταχυνόμενης ανάπτυξης, θα οδηγήσει τελικά σε επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018, χωρίς νέα μέτρα. Η αρχική αυτή θέση έχει παραχωρήσει ήδη σε πρώτη φάση τη θέση της σε συζητήσεις για πρόσθετες παρεμβάσεις 700 εκατ. ευρώ το επόμενο έτος, μέσω κατάργησης φοροαπαλλαγών και συρρίκνωσης κοινωνικών επιδομάτων τα οποία -τουλάχιστον ορισμένα- θα ενσωματωθούν στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης.

Το ΔΝΤ όμως, μέχρι σήμερα, επιμένει στα δικά του σαφώς πιο απαισιόδοξα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το 2018, το μάξιμουμ του πλεονάσματος το οποίο μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς νέα μέτρα, δεν υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ όταν ο στόχος είναι 3,5%.

«Εμείς είμαστε πιο αισιόδοξοι, διότι έχουμε ενσωματώσει τις επιδόσεις του 2016 οι οποίες ήταν καλύτερες του αναμενόμενου» δήλωσε στην El Pais ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, σημειώνοντας πως «όταν έχουμε όλα τα στοιχεία από την Αθήνα, θα έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για την κατάσταση».

Η συλλογή όλων των στοιχείων θα απαιτήσει τουλάχιστον ένα μήνα ακόμα, η δε πιστοποίησή τους από τη Eurostat αναμένεται στις 21 Απριλίου.

Το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι θα μπορούσε να αναθεωρήσει τις εκτιμήσεις του, αν προκύψουν αξιόπιστα νέα δεδομένα παραπέμποντας επί της ουσίας στη Eurostat. Μέχρι τότε, παρ' εκτός εάν υπάρξουν μεγάλες ανατροπές, δύσκολα ο πήχης των μέτρων θα κατέβει αισθητά με τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ. Και όπως όλες οι εμπλεκόμενες ευρωπαϊκές πλευρές έχουν ξεκαθαρίσει, το ΔΝΤ θα πρέπει να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα.

Κλειδί το ΔΝΤ
Οι θέσεις που θα διατυπώσει η Ντέλια Βελκουλέσκου στο νέο γύρο συζητήσεων αναμένεται να δώσουν τον τόνο. Μέχρι τώρα, οι αποφάσεις του Eurogroup φαίνεται να ευθυγραμμίζονται με τη συνταγή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ξεκάθαρα τουλάχιστον στο θέμα των μέτρων. Στο θέμα του χρέους, φαίνεται πως έχει επέλθει συμβιβασμός.

Παραμονές της έναρξης του νέου κύκλου διαπραγματεύσεων, το ΔΝΤ φρόντισε να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Στη σκιά της συμφωνίας Μέρκελ –Λαγκάρντ για ισχυρές δεσμεύσεις στο μέτωπο του χρέους και των πλεονασμάτων, οι οποίες όμως θα υλοποιηθούν μετά και υπό την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης του προγράμματος – στα μέσα του 2018-, ο Π. Τόμσεν συνεπικουρούμενος από δύο υψηλόβαθμους αξιωματούχους του ΔΝΤ, με άρθρο τους στο γνωστό blog του Ταμείου φωτογραφίζουν την ελληνική περίπτωση ως λίγο -πολύ παρέκκλιση από τον κανόνα της εκ των προτέρων διευθέτησης του χρέους, προκειμένου να πετύχει ένα πρόγραμμα.

Αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι επίσημοι διμερείς πιστωτές, προτιμούν να χορηγήσουν την εφαρμογή της ελάφρυνσης χρέους υπό τον όρο της πλήρους εφαρμογής του προγράμματος. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να δικαιολογείται για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν ανησυχίες για το ιστορικό της χώρας στην οικονομική προσαρμογή». Το Ταμείο έχει εκφράζει πολλές φορές στο παρελθόν την ανησυχία του για το ιστορικό της Ελλάδας στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων.

Παράλληλα πάντως, το ΔΝΤ συνεχίζει να πιέζει τους Ευρωπαίους για δραστικές αποφάσεις -έστω και με μεταχρονολογημένη εφαρμογή- τόσο στο μέτωπο των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα, όσο και στο ίδιο το δημόσιο χρέος μέσω παρεμβάσεων σε επιτόκια και χρόνο αποπληρωμής.

«Με το να προσποιούμαστε ότι χρέη που δεν μπορούν να αποπληρωθούν θα εξοφληθούν, υποσκάπτουμε την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών προσαρμογής του οφειλέτη, οδηγώντας τελικά όλες τις πλευρές να χάσουν περισσότερο απ’ ότι αν είχαν εγκαίρως αντιμετωπίσει τα γεγονότα».

Πηγή: euro2day.gr


Διαβάστε ακόμη: