Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Ποιοι μπαίνουν στο στόχαστρο της εφορίας και από ποιους ξεκινούν οι έλεγχοι


Φόρους… κατ’ εκτίμηση επιβάλλει η ΑΑΔΕ σε φορολογουμένους που θεωρεί ότι είτε έχουν αποκρύψει εισόδημα, είτε υποεκτιμούν τα όσα δηλώνουν στην Εφορία.

Οι έλεγχοι μάλιστα γίνονται στα γραφεία της ΑΑΔΕ και όχι στην έδρα του φορολογουμένου και το «κοστούμι» ράβεται με τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου, δηλαδή με κριτήρια τις δαπάνες, την αύξηση καταθέσεων, τον τζίρο που μπορεί να κάνουν ομοειδείς επιχειρήσεις, καθώς και άλλα αντικειμενικά κριτήρια που ξεφεύγουν από τη λογική των δηλωθέντων εσόδων και εξόδων.


Εν μέσω κορωνοϊού η ΑΑΔΕ αξιοποιεί τα εργαλεία του αμερικανικού φοροελεγκτικού συστήματος IRS (Internal Revenue Service) και παράλληλα ενεργοποιεί μια ήδη νομοθετημένη, από το 2014, διαδικασία: το άρθρο 33 του κώδικα φορολογικών διαδικασιών που προβλέπει τον καταλογισμό φόρων κατ’ εκτίμηση από τις αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες (τις ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα).

Στο στόχαστρο της ΑΑΔΕ μπαίνουν μισθωτοί, συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, εισοδηματίες, αγρότες, εταιρείες και άλλα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες.

Αυτή την περίοδο οι ελεγκτικές υπηρεσίες ξεσκονίζουν τους φακέλους τους και ετοιμάζονται για στενό μαρκάρισμα, κάνοντας αρχή με περίπου 100.000 φορολογουμένους που εντοπίστηκαν κατά το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών ως έχοντες εισοδήματα στην αλλοδαπή χωρίς να είναι δηλωμένα στην Ελλάδα.

Στην περίπτωση όπου οι φορολογούμενοι υποβάλλουν τροποποιητικές δηλώσεις ή αιτιολογήσουν αυτά τα εισοδήματα, η υπόθεσή τους θα διεκπεραιωθεί ομαλώς. Στην αντίθετη περίπτωση, θα γίνεται καταλογισμός φόρων, προστίμων και προσαυξήσεων.

Βάσει της νομοθεσίας, κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή της, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία, είτε απαλλάσσεται από τον φόρο, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.

Επί της ουσίας, με τη διαδικασία των έμμεσων τεχνικών ελέγχου, το εισόδημα του φυσικού προσώπου ή ο τζίρος της επιχείρησης προσδιορίζεται με βάση στοιχεία που αντλούνται από διάφορες πηγές. Ειδικότερα, λαμβάνονται υπόψη:

■ οι αγορές, οι πωλήσεις και το μεικτό κέρδος που εμφανίζει το πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα,
■ το ύψος των αμοιβών που εισπράττονται κατά περίπτωση,
■ η πελατεία,
■ το μεικτό κέρδος που προκύπτει από ομοειδείς επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες προσδιορίζονται με βάση ιδίως τον χρόνο, τον τρόπο, τον τόπο και τα μέσα άσκησης της δραστηριότητας,
■ την ειδικότητα και τον επιστημονικό τίτλο κατά περίπτωση,
■ το απασχολούμενο προσωπικό,
■ το ύψος των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί, καθώς και των ίδιων κεφαλαίων κίνησης,
■ το ποσό των δανείων, των καταθέσεων και των πιστώσεων,
■ το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχείρισης,
■ κάθε επιχειρηματική δαπάνη και γενικά κάθε άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επιχειρηματική δραστηριότητά τους.

Κατά τον νέο γύρο ελέγχων θα αξιοποιηθούν και δύο νέες μέθοδοι:

Η Mark-up μέθοδος: μπορεί να αξιοποιηθεί για έλεγχο σε κάβες, εστιατόρια/ταβέρνες, πρατήρια καυσίμων, κοσμηματοπωλεία. Η βάση του ελέγχου είναι το κόστος αγοράς των αγαθών προς πώληση, π.χ., οι πρώτες ύλες για την ταβέρνα ή τα ποτά. Το κλειδί είναι το περιθώριο κέρδους που θα χρησιμοποιήσει ο ελεγκτής, έτσι ώστε να καταλήξει στα ακαθάριστα έσοδα του ελεγχόμενου. Το περιθώριο κέρδους υπολογίζεται από ομοειδείς επιχειρήσεις!

Η Unit & Volume μέθοδος: στοχεύει στον υπολογισμό των ακαθάριστων εσόδων με διαφορετικό τρόπο. Εδώ η βάση είναι ο αριθμός των αγαθών που πουλήθηκαν ή παράχθηκαν, π.χ., πόσες φραντζόλες ψωμί μπορούν να παρασκευαστούν από μια ποσότητα αλεύρων, πόσα ποτά μπορούν να βγουν από ένα μπουκάλι, πόσα σεντόνια πλύθηκαν σε σχέση με τον αριθμό των κατειλημμένων δωματίων ενός ξενοδοχείου ανά νύχτα κ.λπ. Η σύγκριση γίνεται με τον αριθμό των δηλωμένων.

Σε ό,τι αφορά το εισόδημα φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως τού αν προέρχεται από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί επίσης να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή έμμεσες μεθόδους ελέγχου, όταν το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης ή σε περίπτωση που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα. Ζητούνται, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία για την εξόφληση λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, καταναλωτικές δαπάνες μέσω πιστωτικών καρτών, δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων, συντήρηση αυτοκινήτων κ.ά.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, στον έλεγχο υπάγονται οι ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος για τις οποίες ισχύει μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω περιπτώσεις:
1 Προκύπτει αδικαιολόγητος πλουτισμός (περιουσιακά στοιχεία και καταθέσεις).
2 Παρουσιάζονται μεγάλες δαπάνες που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου φυσικού προσώπου (ατομικά και οικογενειακά) ή/και της επιχείρησης στην οποία μπορεί να συμμετέχει.
3 Τα φυσικά πρόσωπα είναι μέλη εταιρειών (οποιασδήποτε μορφής) με ζημιογόνα αποτελέσματα.
4 Δεν τηρούνται ή δεν επιδεικνύονται τα βιβλία και τα στοιχεία ΚΒΣ/ΚΦΑΣ.
5 Υφίστανται πληροφορίες για παράνομα ή/και αδήλωτα εισοδήματα/αγορές/δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές, οικογενειακές).

Η διαδικασία του ελέγχου και τα δικαιώματα του φορολογουμένου

Αφού κοινοποιηθεί η εντολή ελέγχου, ο φορολογούμενος θα πρέπει μέσα σε χρονικό διάστημα πέντε ημερών να προσκομίσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να δικαιολογήσει τις πρωτογενείς καταθέσεις των λογαριασμών του σε βάθος.

Εν συνεχεία και μετά το πέρας της επεξεργασίας των στοιχείων που προσκομίστηκαν, οι ελεγκτικές αρχές κοινοποιούν το Προσωρινό Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου. Στο σημείωμα αυτό αναφέρονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία που έχει λάβει υπόψη του ο έλεγχος, ενώ γι’ αυτά που έχει απορρίψει θα πρέπει να αναγράφεται ο λόγος για τον οποίο δεν έγιναν αποδεκτά.

Σε αυτό το στάδιο, και στην προσπάθεια διασφάλισης του Δημοσίου, δύναται η ελεγκτική υπηρεσία να προχωρήσει, μέσω των εισαγγελικών αρχών, σε δέσμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ελεγχομένου (τραπεζικούς λογαριασμούς, μετοχές, ακίνητα κ.λπ.). Τα παραπάνω παραμένουν δεσμευμένα έως την οριστική περαίωση του ελέγχου.

Σε κάθε περίπτωση, ο ελεγχόμενος μπορεί να ζητήσει και αντίγραφα των εγγράφων στα οποία στηρίχθηκε ο έλεγχος (π.χ. το ιστορικό των τραπεζικών κινήσεων που διαθέτει ο έλεγχος).


Με την κοινοποίηση ο ελεγχόμενος έχει στη διάθεσή του 20 ημέρες προκειμένου να προβάλει τις αντιρρήσεις σχετικά με τις διαπιστώσεις του ελέγχου.

Με την παρέλευση του 20ημέρου, η ελεγκτική αρχή έχει έναν μήνα προκειμένου να επεξεργαστεί τα νέα στοιχεία και να κοινοποιήσει την Εκθεση Ελέγχου Προσδιορισμού Φόρου.

Από τη στιγμή της κοινοποίησης και μετά, το ποσό που έχει προκύψει βεβαιώνεται στις οφειλές του φορολογουμένου.

Πηγή (ΚΥ 11/10/20)



Δείτε ακόμα:



Ακολουθήστε το eisodima.gr για περισσότερες χρηστικές ειδήσεις!