Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι από την κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου


Χθες το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε στη Βουλή την τροπολογία με την οποία ξηλώνεται η ψηφισμένη διάταξη για τη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Μαζί με την τροπολογία ξηλώθηκαν, όμως και οι διατάξεις για τα αντίμετρα ελάφρυνσης των μεσαίων εισοδημάτων τα οποία θα "χρηματοδοτούνταν" από τα φορολογικά έσοδα που θα έφερνε η μείωση του αφορολόγητου ορίου.

Η κατάθεση της τροπολογίας είναι η κατάληξη μιας μακράς πορείας δαιμονοποίησης του συγκεκριμένο μέτρου από την παρούσα κυβέρνηση καθώς δεν συμφωνούσε στην ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την αναγκαιότητα του μέτρου.

Πράγματι το ΔΝΤ ήταν αυτό που επέβαλε τον Μάιο του 2017 στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου ελληνικού μνημονίου. Θιασώτης του μέτρου ήταν ο σημερινός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου Δανός Πόουλ Τόμσεν, ο οποίος και ήταν αρχικά επικεφαλής του ταμείου στην τρόικα των δανειστών.



Η θέση του Τόμσεν ήταν – και ορθώς- ότι η φορολογική βάση στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένη, δηλαδή ο φόρος εισοδήματος πληρώνεται από περιορισμένο αριθμό φορολογούμενων. Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αποτέλεσμα του υψηλού αφορολόγητου ορίου στην Ελλάδα το οποίο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

Το ότι πολύ μεγάλος αριθμός μισθωτών και συνταξιούχων δεν πληρώνει ούτε ένα ευρώ φόρο εισοδήματος, έχει σαν αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι με μεσαία εισοδήματα να εξοντώνονται φορολογικά με πολύ υψηλούς ονομαστικούς φορολογικούς συντελεστές. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί στρεβλώσεις, όπως κίνητρο για φοροδιαφυγή και αντικίνητρα για περισσότερη εργασία η οποία ευνοεί την ανάπτυξη.

Για να αντιμετωπιστεί το παραπάνω πρόβλημα επέβαλε τη θέσπιση της μείωσης του αφορολόγητου ορίου. Δεν επιβλήθηκε όμως αμέσως. Η κυβέρνηση ζήτησε σθεναρά το μέτρο με εφαρμοστεί αργότερα, δηλαδή από το 2020, κάτι το οποίο δέχτηκε και το ΔΝΤ καθώς θεώρησε ότι ήταν προτιμότερο να αφεθεί η οικονομία να ανακάμψει και το μέτρο να εφαρμοστεί μετά.

Η μείωση αφορολόγητου ορίου θα έφερνε στα κρατικά ταμεία περίπου 2 δισ. ευρώ τα οποία θα χρηματοδοτούσαν τη μείωση του φορολογικού βάρους για τα μεσαία εισοδήματα. Η επιβολή φόρου εισοδήματος, ωστόσο, σε μισθωτούς και συνταξιούχους των 500 και 600 ευρώ είναι ένα βαρύ πολιτικό φορτίο το οποίο ουδέποτε η κυβέρνηση θέλησε να σηκώσει.

Είχε όμως και ταξικό πρόσημο η επιλογή της να θέλει να το εφαρμόσει. Όλη η φορολογική πολιτική Τσακαλώτου ήταν εστιασμένη στην επιβάρυνση της μεσαίας τάξης, την επίτευξη υπερπλεονάσματος το οποίο στη συνέχεια μοιραζόταν στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Τελικά η μεσαία τάξη απάντησε στην φορολογική πολιτική Τσακαλώτου, όταν της δόθηκε η πρώτη ευκαιρία, δηλαδή την Κυριακή των ευρωεκλογών και στις κάλπες των περιφερειακών εκλογών.

Πηγές από τις Βρυξέλλες, πάντως, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να απαιτηθεί να εφαρμοστεί μερικώς το μέτρο της μείωσης, αλλά ως μέσο για το κλείσιμο αυτή τη φορά της δημοσιονομικής τρύπας που άνοιξαν οι προεκλογικές παροχές της κυβέρνησης.

Οι αριθμοί

Σύμφωνα με την τροπολογία που κατατέθηκε χθες στη Βουλή προβλέπονται τα εξής:

- καταργείται η προβλεπόμενη για εφαρμογή από 1/1/2020 μείωση της έκπτωσης φόρου για μισθωτούς και συνταξιούχους η οποία οδηγεί στο αφορολόγητο όριο. Προβλεπόταν ότι η έκπτωση από 1.900 ευρώ για τους άγαμους, 1.950 ευρώ για τους έγγαμους με ένα παιδί, 2.000 ευρώ για τους έγγαμους με δυο παιδιά και 2.100 ευρώ για τους έγγαμους για τρία η περισσότερα παιδιά θα μειωνόταν σε 1.250 ευρώ, 1.300 ευρώ, 1350 ευρώ και 1.450 ευρώ αντίστοιχα. Το αφορολόγητο όριο με τις διατάξεις που τελικά καταργούνται θα μειωνόταν στα 1.250 ευρώ από 1.900 ευρώ σήμερα για μισθωτούς χωρίς προστατευόμενα τέκνα. Το αφορολόγητο όριο θα μειωνόταν από 8.636 σε 5.681 ευρώ για τους μισθωτούς χωρίς παιδιά, από 8.863 σε 5.909 ευρώ για τους μισθωτούς με ένα παιδί, από 9.090 σε 6.136 ευρώ για τους μισθωτούς με δυο παιδιά και από 9.545 σε 6.590 ευρώ για τους μισθωτούς με τρία ή περισσότερα παιδιά

- καταργείται η μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας που εφαρμόζεται για εισόδημα έως 20.000 από το 22% στο 20%. Με τη διάταξη αυτή που τελικά καταργείται δεν θα επέλθει ελάφρυνση έως 400 ευρώ για όλους τους φορολογούμενους, μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες

- καταργείται ο μηδενισμός της εισφοράς αλληλεγγύης για ετήσιο εισόδημα έως 30.000 ευρώ και οι μειώσεις των υψηλότερων συντελεστών της κλίμακας εισφοράς αλληλεγγύης.

- καταργείται η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% για όσους έχουν ετήσιο λογαριασμό ΕΝΦΙΑ έως 700 ευρώ.

Από την κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου ορίου ουσιαστικά γλιτώνουν σημαντική επιβάρυνση οι μισθωτοί και συνταξιούχοι με χαμηλά εισοδήματα.

Για παράδειγμα, άγαμος μισθωτός με ετήσιο εισόδημα 7.000 ευρώ δεν πληρώνει σήμερα φόρο εισοδήματος καθώς το εισόδημά του βρίσκεται κάτω από το αφορολόγητο όριο. Από την 1η Ιανουαρίου, αν δεν ξηλωνόταν η διάταξη για τη μείωση του αφορολόγητου θα καλούνταν μέσω της παρακράτησης φόρου εισοδήματος να πληρώσει 150 ευρώ. Θα είχε δηλαδή μια μηνιαία επιβάρυνση της τάξης των 12,5 ευρώ.

Συνταξιούχος με ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ καταβάλλει σήμερα φόρο εισοδήματος ύψους 300 ευρώ. Με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου θα καλούνταν να καταβάλλει το ποσό των 750 ευρώ, δηλαδή θα είχε μια ετήσια επιβάρυνση της τάξης των 450 ευρώ ή 37,5 ευρώ μηνιαίως



Ωστόσο, φορολογούμενοι με μεσαία εισοδήματα δεν θα έχουν την ελάφρυνση που θα πρόκυπτε αν εφαρμόζονταν και τα αντίμετρα της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, δηλαδή η μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ.

Για παράδειγμα, μισθωτός έχει ετήσιο εισόδημα 30.000 ευρώ καταβάλλει σήμερα φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης συνολικού ύψους 6.120 ευρώ. Από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, παρά τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, θα επιβαρυνόταν με φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης ύψους 5.650 ευρώ. Δηλαδή θα είχε μια ελάφρυνση της τάξης των 470 ευρώ ετησίως ή 39,16 ευρώ μηνιαίως.

Πηγή (ΠΑ 7/6/19)



Δείτε ακόμα:



Ακολουθήστε το eisodima.gr για περισσότερες χρηστικές ειδήσεις!